- κελλικάριος
- κελλικάριος (for Κελλαρικάριος), ὁ,A cellarman, butler, PSI8.955.13 (vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελλικάριος — κελλικάριος, ὁ (Α) οικονόμος, κελλάρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κελλαρικάριος (με συλλαβική ανομοίωση ή απλολογία) < κέλλα] … Dictionary of Greek